- αποκάτου
- επίρρ. снизу;
αποκάτου από — под;
αποκάτου από το τραπέζι — под столом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποκάτου από — под;
αποκάτου από το τραπέζι — под столом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀποκάτου — ἀπό κατόω pres imperat act 2nd sg ἀπό κατόω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλικάντζαροι — Δαιμονικά πειραχτικά όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη, οι κ. εμφανίζονταν τις νύχτες του δωδεκαήμερου, μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανίων, και λέρωναν τις προμήθειες των νοικοκυραίων, έπιαναν όσους ανθρώπους… … Dictionary of Greek